- κοκκινόμαυρος
- -η, -οκόκκινος και μαύρος («φως έβγαιν' εκείθε κοκκινόμαυρο σαν σκοτωμένο αίμα», Ζερβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκινόμαυρος — η, ο 1. που είναι σε άλλα μέρη του σώματός του κόκκινος και σε άλλα μαύρος. 2. που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο που αποκλίνει στο μαύρο, και το αντίθετο, μαυροκόκκινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερυθρομέλας — αινα, αν (Μ ἐρυθρομέλας, αινα, αν) 1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος 2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek